Πιο συγκεκριμένα, το ν/σ προβλέπει ότι από το 2028 ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα γίνεται κάθε χρόνο μέσω ενός μαθηματικού τύπου, ενώ μέχρι τότε θα παραμείνει σε ισχύ το σημερινό καθεστώς απευθείας κυβερνητικής απόφασης, το οποίο νομοθετήθηκε από τη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ακροδεξιού ΛΑ.Ο.Σ. το 2012 και εφαρμόστηκε πρώτη φορά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ο «νέος» μηχανισμός διαμορφώνεται στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2022/2041 «για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ενωση», που αποτελεί ένα ακόμα πολύτιμο εργαλείο για την εργοδοσία σε όλα τα κράτη - μέλη.
Στην πραγματικότητα, και με το νέο νομοθέτημα ο καθορισμός του κατώτατου μισθού μέσω του μαθηματικού τύπου εξασφαλίζει ότι οι αμοιβές των εργαζομένων θα βρίσκονται κάτω από τη μέγγενη της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της οικονομίας, άρα της διαρκούς συμπίεσής τους για την ένταση της εκμετάλλευσης, που η εκάστοτε κυβέρνηση θα κρατά σε λειτουργία για λογαριασμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Οσον αφορά τον μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα εφαρμόζεται από το 2028 και μετά για την ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, αυτός περιλαμβάνει το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας και του μισού ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο (δηλαδή, κατά την περίοδο από 1 Ιούλη του προηγούμενου έτους μέχρι 30 Ιούνη του τρέχοντος έτους). Και οι δύο δείκτες θα καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ, προσδίδοντας δήθεν «αντικειμενικό χαρακτήρα» στον καθορισμό του κατώτατου μισθού, προστατεύοντας δηλαδή την εργοδοσία από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και των σωματείων τους.
Ενας νόμος για να «παγώνει» ο κατώτατος μισθός
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στον ίδιο νόμο προβλέπονται εξαιρέσεις ακόμα κι απ' αυτό το καθεστώς, πώς δηλαδή θα μπαίνει «φρένο» στην όποια αναπροσαρμογή - αύξηση του κατώτατου μισθού.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι μια Επιστημονική Επιτροπή που δημιουργείται στο πλαίσιο του νέου μηχανισμού θα μπορεί να προτείνει να μη γίνεται αύξηση του κατώτατου μισθού για το επόμενο έτος «αν συντρέχουν λόγοι». Στους λόγους αυτούς που μπορεί να επικαλεστεί η Επιτροπή για να «παγώσει» ο κατώτατος μισθός περιλαμβάνονται οι εξής: «α) Η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση ή β) υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή γ) υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ή δ) υπάρχει σημαντική αύξηση του ποσοστού της ανεργίας, ή ε) η βάσει του συντελεστή της παρ. 1 αναπροσαρμογή δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή την απόκλιση του κατώτατου μισθού από το εξήντα τοις εκατό (60%) του ακαθάριστου διάμεσου μισθού ή στ) υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας ή ζ) δεν δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις».
Και μόνο η απαρίθμηση των «λόγων» που μπορεί η κάθε κυβέρνηση να επικαλεστεί για να αποτρέψει την τυχόν αύξηση δείχνει ότι η τράπουλα είναι «σημαδεμένη» από την αρχή μέχρι το τέλος για λογαριασμό της εργοδοσίας, η οποία θα έχει έναν ακόμα νόμο στα χέρια της, είτε για να περιορίζει τις αυξήσεις, επικαλούμενη την «αντικειμενικότητα» του μαθηματικού τύπου, είτε να τις απαγορεύει, επικαλούμενη τουλάχιστον έναν από τους παραπάνω εφτά λόγους.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στο αρχικό κείμενο που δόθηκε στη διαβούλευση δεν υπήρχε ο παράγοντας της «σημαντικής αύξησης της ανεργίας», που προστέθηκε εκ των υστέρων. Θυμίζουμε ότι το «κριτήριο» της αύξησης της ανεργίας στα χρόνια των μνημονίων αξιοποιήθηκε συστηματικά ως πρόσχημα για τη μείωση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση των τριετιών και συνολικά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Στις καλένδες η «επαναφορά των ΣΣΕ
Μεγάλη κοροϊδία αποδεικνύεται και ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι «πρόθεσή της είναι να ενισχύσει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό άρθρο που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία, προβλέπεται η επεξεργασία ενός σχεδίου δράσης με διάρκεια από 1 έως 5 έτη (!), το οποίο υποτίθεται ότι θα ορίσει «χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις».
Αυτό το σχέδιο «εκδίδεται εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος του νόμου». Σε απλά ελληνικά, η επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ παραπέμπεται στις καλένδες, αφού την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση αρνείται να επαναφέρει στοιχειώδεις προβλέψεις που απαιτούν τα σωματεία για να αποκτήσουν υπόσταση οι ΣΣΕ (επεκτασιμότητα, υποχρεωτικότητα, μετενέργεια, δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ κ.ά.), παραγγέλνει «σχέδια» για το ...2030!
Μονιμοποίηση των περικοπών για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο
Αντίστοιχου χαρακτήρα είναι και οι διατάξεις που αφορούν την κατώτατη αμοιβή για τους δημοσίους υπαλλήλους. Με τα σχετικά άρθρα, η κυβέρνηση ορίζει πως από «το έτος 2026 και εξής, οι βασικοί μισθοί των μισθολογικών κλιμακίων του προσωπικού του δημόσιου τομέα, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί την 31η.12.2025, βάσει των άρθρων 9 και 14 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), του άρθρου 20 του ν. 5045/2023 (Α΄ 136) καθώς και της παρ. 3 του παρόντος, προσαυξάνονται ισόποσα...».
Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση μονιμοποιεί όλες τις περικοπές των τελευταίων χρόνων σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων που έφτασαν το 40%, προβλέπει λίγα ψίχουλα αύξηση για τα επόμενα χρόνια και κυρίως ενταφιάζει το δίκαιο αίτημά τους για επιστροφή του 13ου και 14ου μισθού.
Αναδημοσίευση από τη σελίδα της εφημερίδας ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου